Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἰς κοινὸν ὄνομα

См. также в других словарях:

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • обьщии — (489) пр. 1.Относящийся ко всем или многим: Надъ мрьтв‹ыи›мь не ‹пла›чи нъ надъ несъмыс‹ль›||ныимь. онъ бо обьшть пѹть. а се сво˫а волѧ. (κοινή) Изб 1076, 77–77 об.; достоино… къ ѡбьщемѹ възвѣщати ѹчителю. [о Федоре Студите] и не възмощи… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προσηγορικός — ή, ό / προσηγορικός, ή, όν, ΝΜΑ [προσήγορος] φρ. «προσηγορικά ονόματα» ή απλώς «τα προσηγορικά» γραμμ. ουσιαστικά που σημαίνουν σύνολο προσώπων, ζώων ή πραγμάτων τού ίδιου είδους, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, ποτάμι, τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. ζωή,… …   Dictionary of Greek

  • NUPTAALE Poculum — inter Graecorum nuptiales ritus. Cum enim apud hos duae potissimum formulae sacrae habeantur, altera Sponsalium sacrorum, sine celebritate Nuptiali, altera Nuptialium sacrorum, posterior haec Ἀκολουθεία τοῦ ςτεφανώματος vocatur, Ordo sacer… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης …   Deutsch Wikipedia

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»